- μουσομανής
- μουσομανής, -ές (Α)λάτρης τών Μουσών, αυτός που αγαπά τη μουσική και γενικά τις καλές τέχνες.[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + -μανής (< μαίνομαι), πρβλ. θεο-μανής, νυμφο-μανής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μουσομανής — devoted to melody masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουσομανεῖ — μουσομανέω to be music mad pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) μουσομανέω to be music mad pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) μουσομανής devoted to melody masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) μουσομανής devoted to melody… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… … Dictionary of Greek
μουσομανία — μουσομανία, ἡ (Μ) [μουσομανής] μεγάλη αφοσίωση στην ποίηση και στη μουσική … Dictionary of Greek
μουσομανώ — μουσομανῶ, έω (Α) [μουσομανής] αγαπώ με πάθος τη μουσική και γενικά τις καλές τέχνες … Dictionary of Greek
μούσα — (Αστρον.). Διεθνώς Musa 600. Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 14 Ιουνίου 1906. Το φαινόμενομέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 13,0 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 10,18. * * * (I) η (ΑΜ μοῡσα, Α… … Dictionary of Greek
μουσομανῶν — μουσομανέω to be music mad pres part act masc nom sg (attic epic doric) μουσομανής devoted to melody masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)